ακολαστως

ακολαστως
    ἀκολάστως
    неумеренно, без удержу
    

ἀ. ἔχειν πρός τι Xen. — быть невоздержным в чем-л.;

    ὅ ἀ. ἔχων βίος Plat. — разнузданный образ жизни


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ακολαστως" в других словарях:

  • ἀκολάστως — ἀκόλαστος undisciplined adverbial ἀκόλαστος undisciplined masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειτοριάζω — και κλειτορίζω (Α) [κλειτορίς] ψηλαφώ, πιάνω την κλειτορίδα («κλειτοριάζειν τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι «τοῦ γυναικείου αἰδοίου», Λεξ. Σούδα) …   Dictionary of Greek

  • παραχρώμαι — άομαι, ΜΑ μσν. 1. κάνω ερωτικές καταχρήσεις («παραχράται πολύ σφοδρῶς συνουσιάζει, ἀκολάστως μίγνυται εἴρηται δὲ καὶ περὶ ἐκάστου πράγματος ὅ ἐκ περιουσίας γίνεται», λεξ. Σούδα) 2. κάνω κατάχρηση λέξεως («Σοφοκλής παραχρᾱται τῇ λέξει… …   Dictionary of Greek

  • ՎԱՒԱՇՈՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0799 Chronological Sequence: 8c մ. ἁκολάστως intemperanter. Իբրեւ զվաւաշոտ. անարգել. անխուզ. անսանձ օրինակաւ. անզուսպ կերպով. զապտսըզ. *Է գործ իշխանի առ չափ պիտոյից հպիլ յորս ընդ իշխանութեամբն. եւ մի՛ առ հեշտութիւն վավաշոտաբար թշնամանել …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»